- λάσαρον
- λάσαρον ( ὀπὸς δριμύς, Hsch.) or [full] λάσαρ, τό,A = ὀπὸς σιλφίου, asafoetida, Hippiatr.3, Aët.1.306, 15.5, Alex.Trall.12: [var] Dim. [full] λασάριον, τό, Aët.8.61, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λάσαρ — λάσαρ, τὸ (ΑM, Α [κατά τον Ησύχ.] λάσαρον) χυμός τού σιλφίου, φυτού με φαρμακευτικές ιδιότητες αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ὀπὸς δριμύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek